Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΟΥ
Μικρούτσικο σπιτάκι χαμηλὸ
Εἶν’ τῆς βασίλισσάς μου τὸ παλάτι·
Κι ἐκεἶ μέσα, σὰ γιούλιο ντροπαλό,
Κρυμμένη εἶν’ ἀφ τὸ βλέμμα τοῦ διαβάτη.
Κι ἐγὼ διαβαίνω κεῖθε δειλὰ
Μὲ τὸν κρυφὸ καημό μου τὸ κοιτάζω
Κι ἀθέλητα ἀπ ἀγάπη σιγαλὰ
Μὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου ἀναστενάζω.
Καὶ καμαρώνω τὸ βασιλικό,
Ὁποὺ τὸ παραθύρι της στολίζει,
—Καλότυχο μυροῦδι φτωχικό,
ποὺ τὸ χρυσό της χέρι σε ποτίζει!
Κι ὅταν τὸ χτυπολόημα τἀργαλειοῦ
Καὶ τὸ γλυκὸ κελάδημ’ ἀγροικιέται
Τοῦ πολυαγαπημένου μου πουλιοῦ,
κάθε καημὸς ἀφ τὴν καρδιά μου σβιέται.
Καὶ τοῦ παραθεριοῦ της τἀχνὸ φῶς
Τὰ βράδια νἀγναντεύω δὲ χορταίνω,
Ἄστρο γιὰ μὲ δὲν ἔχει ὁ οὐρανὸς
Τόσο γλυκὸ καὶ τόσο ἀγαπημένο.
Καὶ λέω: καλή σου ἡ ὥρα, ἐσὺ φτωχή,
Πού, ἂν ἔχουν μετρημοὺς οἱ κόκκοι τοῦ ἄμμου,
Ἔχει κι ὁ πλοῦτος, πὄχεις στὴν ψυχή!
Καλή σου ἡ ὥρα, ἐσύ, βασίλισσά μου!
ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ