ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΡΤΕΛΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΡΟΜΑΝΙΝΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ἤτανε, Θέ μου, μιὰ φορὰ
τρεῖς νέοι, (τρεῖς φίλοι... τρία παιδιὰ)
ἀγάπες, ὄνειρα, τραγούδια,
μέσα στὸ φῶς, μὲς στὰ λουλούδια,
τρεῖς νέοι, (τρεῖς φίλοι, τρία παιδιά.)
Τώρ’ ἀπομένουνε βαθιά,
ἕνας ἐδῶ, κι ἄλλος ἐκεῖ,
χείλη, καρδιές, μάτια κλειστὰ
μέσα στὸ χῶμα, μὲς στὴ γῆ,
ἕνας ἐδῶ, κι ἄλλος ἐκεῖ...
Κάθε ποὺ ἀνθίζουν τὰ κλαδιά,
βγαίνουν τὶς νύχτες τρία παιδιὰ
ἢ στ’ ἀσημένια καλοκαίρια
ποὺ ὑψώνονται στὸ φῶς τὰ χέρια,
βγαίνουν τὶς νύχτες τρία παιδιά.
Καὶ μιὰ ἁρμονία γλυκολαλεῖ,
— κιθάρα, φλάουτο καὶ βιολὶ —
ἡ θεία τοῦ Σούμπερτ σερενάτα,
κι εἶν’ ὅλ’ ἀγάπη, φῶς γεμάτα,
— κιθάρα, φλάουτο καὶ βιολί.
Τοῦ Πρώτου ἡ μάνα τ’ ἀγροικᾶ
βουβή, κι ἀνάβει τὰ κεριά·
τοῦ Ἄλλου ἡ ἀδερφὴ καὶ γονατίζει,
τοῦ Τρίτου ἡ Ἀγάπη θυμιατίζει
σ’ ἕνα κελλὶ καλογριά.
Μοῖρες οἱ νύχτες τριγυρνοῦν,
καὶ τὰ παιδιὰ ξεπροβοδοῦν,
στέλνουν μηνύματα στ’ ἀστέρια,
καὶ μὲ καλόβουλα τὰ χέρια
τὰ τρία παιδιὰ ξεπροβοδοῦν.
Σελίδα:Αργώ τ.2 (1927) - 225.jpg
Εμφάνιση
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.